- συνεργιστικός
- -ή, -ό, Ν [συνεργισμός]1. αυτός που αναφέρεται στον συνεργισμό2. φρ. «συνεργιστική έριδα»εκκλ. έριδα η οποία ξέσπασε στον Προτεσταντισμό σχετικά με το θέμα τής δικαίωσης τού ανθρώπου για την οποία ο Λούθηρος υποστήριζε ότι προέρχεται μόνον από την Θεία Χάρη, ενώ ο Μελάγχθων από την συνεργία τής Θείας Χάριτος με την ανθρώπινη ελευθερία.
Dictionary of Greek. 2013.